Λέαιν'

Λέαιν'
Λέαινα , Λεαίνα
fem nom/voc sg
Λέαιναι , Λεαίνα
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λέαιν' — λέαινα , λέαινα lioness fem nom/voc sg λέαιναι , λέαινα lioness fem nom/voc pl λέαινε , λεαίνω smooth pres imperat act 2nd sg λέαινε , λεαίνω smooth imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέαινα — Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”